Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



τελευταίαν, τήν


Ερμηνεία:

 [ο τελευταίος, -α, -ον (αυτός που υπάρχει στο τέλος, αφου πριν απ’ αυτόν υπάρχει άλλος ή άλλοι]  



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) Αναφ. 41 φορές στην Καινή Διαθήκη (τέλος το τέρμα, ο σκοπός, η έκβαση, η εκπλήρωση, ο θάνατος) < τελευτώ (πεθαίνω) < τελευτή (το τέλος της ζωής) < τελευταίος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... δι ν᾿νακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν ες τὸν λαινα. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: